πάφλασμα

πάφλασμα
το, ΝΑ [παφλάζω]
ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός
νεοελλ.
1. ο θόρυβος τού νερού που τρέχει ορμητικά
2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός
αρχ.
στον πληθ. τὰ παφλάσματα
οι κομπασμοί, τα σαλιαρίσματα, οι μπούρδες, οι. μπουρμπουλήθρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πάφλασμα — το βλ. παφλασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παφλασμάτων — πάφλασμα boiling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλάσματα — πάφλασμα boiling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομφολυγοπάφλασμα — ατος, τὸ, Α το πάφλασμα τών πομφολύγων, ο θόρυβος που κάνουν οι φυσαλίδες υγρού όταν σπάζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομφόλυξ, υγος + πάφλασμα] …   Dictionary of Greek

  • παφλασμός — ο, ΝΜ [παφλάζω] 1. το πάφλασμα 2. ιατρ. το απτικό και ακουστικό αίσθημα που προκαλείται μέσα στην κοιλότητα τών σπλάγχνων από τη συγκέντρωση υγρών («παφλασμός τού στομάχου») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”