- πάφλασμα
- το, ΝΑ [παφλάζω]ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμόςνεοελλ.1. ο θόρυβος τού νερού που τρέχει ορμητικά2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμόςαρχ.στον πληθ. τὰ παφλάσματαοι κομπασμοί, τα σαλιαρίσματα, οι μπούρδες, οι. μπουρμπουλήθρες.
Dictionary of Greek. 2013.